- ορθότροπος
- -η, -ο1. (για φυτά) αυτός που βλαστάνει ή αναπτύσσεται κατακόρυφα2. (για την όρθια σπερματική βλάστη) αυτή τής οποίας η μικροπύλη είναι στο αντίθετο άκρο σε σχέση με τη χάλαζα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthotropic / orthotropous < ορθ(ο)-* + τρόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.